3.5.16

Πατέρα εσύ;


Άκουσα μια φωνή
να μου χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά.
-Γιατί κλαις;
-Γιατί είσαι λυπημένη;
Εγώ σε ήξερα πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Γύρισα να δω ποιος μου μιλά.
Κανείς!
Η φωνή γνωστή… πάρα πολύ γνωστή.
-Να εκεί μια μάνα κρατά στην αγκαλιά της
το πεθαμένο της παιδί και κλαίει.
Πέθανε μέσα στο κρύο, την πείνα και την δυστυχία.
-Και εσύ κλαις;
-Ναι κλαίω γιατί η Ελλάδα αιμορραγεί.
Χάνει τα παιδιά της. Χωρίς νέα παιδιά δεν υπάρχει αύριο.
-Σήκω επάνω. Ύψωσε την γροθιά σου! Επαναστάτησε!
Ζήτα αυτό που ανήκει σε ένα Ελεύθερο Λαό!
Και αν δεν στο δίνουν, διεκδίκησέ το.
Έτσι μόνο θα πάρει ο λαός αυτό που του ανήκει.
Αυτό που του κλέβουν! Το δίκιο του! Την Ελευθερία του!
Γύρισα κοίταξα τον ουρανό, ένα μικρό συννεφάκι
δάκρυσε μια στάλα βροχής και χάθηκε.
-Πατέρα εσύ;