13.1.15

Το σπουργίτη.


Ξημέρωσε.
Ηταν ακόμα μια κρύα  νύχτα.
Προσπαθείς να ζεσταθείς
κάτω από κουβέρτες…
Δεν υπάρχει περίσσευμα για θέρμανση.
Ισως ακόμα  και τη μέρα.

Σηκώνομαι.
Ανοίγω το παράθυρο.
Το βλέμμα μου αγγίζει τον ουρανό.
Συννεφιασμένος και σήμερα.
Ο ήλιος δε θα βγει να ζεστάνει
παγωμένες ανθρώπινες ψυχές.

Ένα σπουργίτη πεινασμένο
μου χτυπάει το τζάμι.
-Είμαι κι εγώ εδώ μη με ξεχνάς.
-Δεν σε ξέχασα το ξέρω πως πεινάς.
Ακόμα δεν τελείωσε της δυστυχίας ο καιρός.
Μα θα τελειώσει…δεν μπορεί…
Θα σηκωθώ ένα πρωί. Το ξέρω…
και όλα θα είναι ένα όνειρο κακό
που τέλειωσε.

Πρέπει να ανοίξω την πόρτα να ταΐσω τα σπουργίτια.
Σκέψου να ξημερώσει ένα πρωί
χωρίς αυτά και το γλυκό τραγούδι τους.
Πώς θα’ ναι πια η μίζερη ζωή μας!

Ρ.Β.







1.1.15

Το Παραμύθι!



Θα’ θελα με τον καινούριο χρόνο
να πω στα μικρά μου εγγονάκια
το ομορφότερο παραμύθι που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Θα ήθελα να του μιλήσω για ένα κόσμο
που δεν γνώρισα ποτέ μα που πάντα ονειρευόμουνα.
Ένα κόσμο δίκαιο…ειρηνικό…
χωρίς πολέμους κερδοσκοπικούς.
Ένα κόσμο με ίσα δικαιώματα στη μόρφωση…
στη δουλειά…στη στέγαση.

Ένα κόσμο που δε θα ξέρει τι θα πει πείνα
τι θα πει να είσαι άστεγος κάτω από βροχή και χιόνι
να ψάχνεις να βρεις λίγη ζεστασιά κάτω από μαρκίζες
αγκαλιά με το παιδί σου πεινασμένο και να απλώνεις το χέρι
για ένα κουτί γάλα, ένα κομμάτι ψωμί.

Ένα κόσμο χωρίς πολέμους κερδοσκοπικούς
όπου χάνουν τη ζωή τους αθώα παιδιά
και πνίγονται σε σαπιοκάραβα ψάχνοντας
σε ξένα μέρη αφιλόξενα για μια καλύτερη ζωή.

Ρ.Β.